ναμάτων

ναμάτων
νᾱμάτων , νᾶμα
anything flowing
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωήρρυτος — ζωήρρυτος, ον (Μ) αυτός που παρέχει ζωή, αυτός από τον οποίο προέρχεται ζωή («ναμάτων ζωηρρύτων», Μηναία). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + ρυτός (< ρέω), πρβλ. μελί ρρυτος, ποταμό ρρυτος] …   Dictionary of Greek

  • Ασκίου, δήμος — Νέος δήμος (5.130 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Γαλατινής, Ερατύρας, Καλονερίου, Ναμάτων, Πελεκάνου και Σισανίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”